мулла́ Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
μουλάρι
común
🇺🇦 Це був маленький мулла́, який тягнув воза.
🇬🇷 Αυτό ήταν ένα μικρό μουλάρι που τραβούσε το κάρο.
🇺🇦 Мулла́й пасе траву на полі.
🇬🇷 Το μουλάρι βόσκει γρασίδι στο χωράφι.
|
uso cotidiano | |
|
μαινόμενος
raro
🇺🇦 Він мовчки сидів, мов мулла́й, очікуючи на прибуття.
🇬🇷 Κάθισε σιωπηλά, σαν μουλάρι, περιμένοντας την άφιξη.
🇺🇦 Його голос був гучним, мов мулла́й у горах.
🇬🇷 Η φωνή του ήταν δυνατή, σαν μουλάρι στα βουνά.
|
literario | |
|
υποταγμένος
formal
🇺🇦 Він поводився як мулла́й, слухняний і підкорений.
🇬🇷 Λειτούργησε σαν υποταγμένος και υπάκουος.
🇺🇦 Її поведінка була як у мулла́я — спокійна і підлегла.
🇬🇷 Η συμπεριφορά της ήταν σαν υποταγμένου— ήρεμη και υπάκουη.
|
formal | |
|
υπομονливий
formal
🇺🇦 Мулла́й не здавався, навіть у найскладніших ситуаціях.
🇬🇷 Ο μουλάρι δεν εγκατέλειπε, ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.
🇺🇦 Він зберігав спокій, мов мулла́й, що не злітає з місця.
🇬🇷 Διατήρησε την ηρεμία, σαν μουλάρι που δεν κινείται από το μέρος του.
|
formal |