handle Estonio - Griego

1.

  • Griegoπραγματεύομαι


  • Griegoφέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι


  • Griegoυποβάλλω σε αγωγή, υποβάλλω σε θεραπεία, θεράπων ιατρός


2.


3.


4.

  • Griegoπράττω, ενεργώ, δρω


5.


6.


7.


8.


9.


10.


11.

  • Griegoπράττω, ενεργώ, δρω


12.


13.

  • Griegoπράττω, ενεργώ, δρω


14.

  • Griegoπράττω, ενεργώ, δρω


15.


16.


17.

  • Griegoπαίζω με, σκέπτομαι να


18.

  • Griegoπράττω, ενεργώ, δρω


19.


20.


21.





English translator: Estonian Greek handle  Eesti sõnaraamat   Español Traductor   Svenska Översättare