fundamental Estonio - Griego
1.
-
Estoniokogus, kvantiteet
-
Griegoποσότητα
2.
-
Griegoουσιαστικόςστοιχειώδης
3.
-
Griegoριζοσπαστικός
4.
-
Griegoήθος
5.
-
Griegoαξίωμα
6.
-
Griegoστερεό
7.
-
Griegoκεφαλαιώδης
8.
-
Griegoυποτυπώδης
9.
-
Griegoθεμέλιο
-
Estoniopõhi-
-
Griegoθεμελιώδης
10.
-
Griegoστοιχειώδης
-
Griegoστοιχειώδης
11.
-
Griegoκεφαλαιώδης
12.
-
Griegoθεμελιώδης
13.
-
Griegoηλεκτρομαγνητισμός
14.
-
Griegoγράφημα
15.
16.
-
Griegoαρχή
17.
-
Griegoφονταμενταλιστής
18.
-
Griegoαγκώνας
19.
-
Griegoυπερσυμμετρία
20.
-
Griegoραχοκοκαλιά
21.
22.
23.
-
Griegoφονταμενταλισμός
24.
-
Griegoφιλοσοφία
25.
-
Griegoστοιχειωδώς
26.
-
Griegoαξίωμα
27.
-
Griegoφιλοσοφία
English translator: Estonian Greek fundamental Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare