finance Estonio - Griego
1.
-
Griegoμητρική εταιρεία
2.
-
Estonioviivitus
3.
-
Griegoτραπεζική πίστωση
4.
5.
-
Griegoαμοιβαιότητα
6.
-
Griegoμετοχή
7.
-
Griegoενεργητικό, περιουσιακό στοιχείο
8.
-
Griegoαξιόγραφοχρηματόγραφο
9.
-
Griegoμετοχή
10.
-
Griegoπροσφορά
11.
-
Griegoοικονομικός
12.
-
Griegoμετοχή
13.
-
Griegoχρηματοοικονομικά
-
Griegoχρηματοδοτώ
14.
-
Griegoκατάρρευσηel
15.
-
Griegoυπουργός οικονομικών
16.
-
Griegoοικονομικός
17.
-
Griegoδιακανονισμόςεξόφληση
18.
-
Griegoρευστότητα
19.
20.
-
Estonioneeded
English translator: Estonian Greek finance Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare