charge Estonio - Griego
1.
2.
-
Griegoυπερχρεώνω
-
Griegoυπερφορτίζω
3.
-
Griegoεκδίδω λογαριασμό, εκδίδω τιμολόγιο, αποστέλλω λογαριασμό
4.
5.
-
Griegoθρυαλλίδα
6.
-
Griegoεκδίδω λογαριασμό, εκδίδω τιμολόγιο, αποστέλλω λογαριασμό
7.
-
Griegoφλερ-ντε-λι
8.
-
Griegoουδέτερος
9.
-
Griegoστατικός ηλεκτρισμός
-
Griegoστατικός ηλεκτρισμός
10.
-
Estoniojuhtima
11.
-
Estoniolaadung, koore, last
-
Griegoφόρτωμα
-
Griegoφόρτος
-
Estoniolaadima
-
Griegoφορτώνω
-
Estoniolaadima
-
Griegoοπλίζω, γεμίζω
-
Estoniolaadima
-
Griegoφορτώνω
12.
-
Griegoπρομήθεια
-
Griegoαναθέτω, επιφορτίζω
13.
-
Griegoαφεντικό
14.
-
Griegoστρατός
15.
16.
-
Griegoπρομήθεια
-
Griegoαναθέτω, επιφορτίζω
17.
-
Griegoαγωγή
18.
-
Estonioand
-
Griegoδώροχάρισμα
19.
-
Griegoστρατός
20.
-
Estonioelektrivool
-
Griegoηλεκτρικό ρεύμα
21.
-
Griegoεντάση
22.
-
Griegoκουλόμπ
23.
-
Griegoστατικός ηλεκτρισμός
-
Griegoστατικός ηλεκτρισμός
24.
-
Griegoστρατός
25.
26.
-
Griegoχύτης
27.
-
Griegoκατηγορία
28.
29.
-
Griegoταμίας
30.
-
Griegoπυρήνας
31.
-
Griegoστρατός
32.
33.
-
Griegoηγουμένη
34.
-
Griegoυποζύγιο
35.
-
Griegoυπουργός οικονομικών
36.
37.
-
Estonioelektrivool
-
Griegoηλεκτρικό ρεύμα
38.
-
Griegoκυβερνώ, διοικώ, διευθύνω
39.
-
Griegoκοστίζω (means also "to cause damage or distress"), στοιχίζω (means also "to inflict" and "to align"), τιμώμαι, κάνω colloquial (has a huge number of meanings, one of them is "to cost")
40.
-
Griegoεντάση
41.
-
Griegoστρατός
42.
-
Griegoενοχοποιώ
43.
44.
-
Griegoνετρίνο
45.
-
Griegoδιευθυντής σχολείου
46.
47.
-
Estoniosõjaratsu
English translator: Estonian Greek charge Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare