ᎠᏓᎴᏍᎩᏱᏍᎩ Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
αυτοεκτίμηση
común
🇪🇸 La autoestima es importante para la salud mental.
🇬🇷 Η αυτοεκτίμηση είναι σημαντική για την ψυχική υγεία.
🇪🇸 Trabaja en mejorar su autoestima.
🇬🇷 Δουλεύει στο να βελτιώσει την αυτοεκτίμησή του.
|
formal | |
|
αυτοεκτίμηση
común
🇪🇸 Debe tener más autoestima.
🇬🇷 Πρέπει να έχει περισσότερη αυτοεκτίμηση.
🇪🇸 La autoestima afecta cómo te sientes.
🇬🇷 Η αυτοεκτίμηση επηρεάζει το πώς αισθάνεσαι.
|
uso cotidiano | |
|
αυτοεκτίμηση
común
🇪🇸 La autoestima influye en nuestras decisiones.
🇬🇷 Η αυτοεκτίμηση επηρεάζει τις αποφάσεις μας.
🇪🇸 Es importante fortalecer la autoestima.
🇬🇷 Είναι σημαντικό να ενισχύσουμε την αυτοεκτίμηση.
|
contextPsychological |