normal Catalán - Griego
1.
-
Griegoλιπαρός, παχύς
2.
-
Griegoοικοτροφείο
3.
-
Griegoά, ώς qualifier
4.
-
Griegoκυρίαρχο ρεύμα
5.
-
Griegoβιολί
6.
-
Griegoευρεία οθόνη
7.
-
Griegoυπέρβαση
8.
-
Griegoέχω
9.
10.
-
Griegoμπατζανάκης
11.
-
Griegoπεριτετμημένος
12.
-
Griegoκοινός, συνηθισμένος
13.
-
Griegoπαθολογία
14.
-
Griegoεξωαισθητηριακή αντίληψη
15.
-
Griegoπεριτετμημένος
16.
-
Griegoκοινός, συνηθισμένος
17.
-
Griegoιδιώτης
18.
-
Griegoκανονικότητα
19.
20.
-
Griegoπεριτετμημένος
21.
-
Griegoβουτυρικό οξύ
22.
23.
-
Griegoεξαίρεση
24.
-
Griegoλαρυγγίζω
25.
-
Griegoπαράξενος, παράδοξος, αλλόκοτος, περίεργος
26.
-
Griegoανώμαλος
27.
-
Griegoανάποδος
28.
-
Griegoφυσιολογικός
-
Griegoφυσιολογικός
-
Griegoκάθετος
29.
-
Griegoκοινός, συνηθισμένος
30.
-
Griegoσυνήθως
31.
-
Griegoπαρέκκλιση
32.
-
Griegoπαρέκκλιση
33.
-
Griegoκοινός
34.
-
Griegoκανονικότητα
35.
-
Griegoκανονικά
36.
-
Griegoπαραφυσικόςυπερφυσικός
37.
-
Griegoαποσυμπιέζω
-
Griegoαποσυμπιέζω
-
Griegoαποσυμπιέζω
English translator: Kwak'wala Greek normal Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare