major Catalán - Griego
1.
-
Griegoειδωλολάτρης
2.
-
Griegoγραφείο
3.
-
Griegoπεντάνευρο
4.
-
Griegoλα
5.
-
Griegoπαγκόσμιος πόλεμος
6.
-
Griegoγραφείο
7.
-
Griegoθέμα
8.
-
Griegoπαγκόσμιος πόλεμος
-
Griegoπαγκόσμιος πόλεμος
9.
10.
-
Griegoυποστράτηγος qualifier
11.
-
Griegoιζηματογενές πέτρωμα
12.
-
Griegoκαλόγερος
13.
-
Griegoταγματάρχης qualifier
-
Griegoμείζων
14.
-
Griegoλεγεώνα
15.
-
Griegoσολ
16.
-
Griegoαντιστράτηγος qualifier
17.
-
Griegoύφεση
18.
-
Griegoανακεφαλαίωση
19.
-
Griegoμεταμορφωσιγενές πέτρωμα
20.
-
Griegoπλανήτης
21.
-
Griegoταγματάρχης qualifier
-
Griegoμείζων
22.
-
Griegoπλειονότητα
-
Griegoπλειοψηφία
-
Griegoενηλικιότητα
23.
-
GriegoΑγία Τράπεζα
24.
-
Griegoταγματάρχης qualifier
-
Griegoμείζων
25.
-
Griegoχειρουργείο
26.
English translator: Kwak'wala Greek major Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare