control Catalán - Griego
1.
-
Griegoδύναμη
2.
-
Griegoανάδραση
3.
-
Griegoμηχανισμός
4.
-
Griegoαλεξίπτωτο
5.
-
Griegoπηδάλιο
6.
-
Griegoδύναμη
7.
-
Griegoεπιρροή
8.
-
Griegoδύναμη
9.
-
Griegoδύναμη
10.
-
Griegoπάνελ
11.
-
Griegoδορυφόρος
12.
-
Griegoδύναμη
13.
-
Griegoδιαγώνισμα
14.
-
Griegoπηδάλιο
15.
-
Griegoδορυφόρος
16.
-
Griegoτσοκ
17.
-
Griegoλογοκρισία
18.
-
Griegoολοκληρωτισμός
19.
20.
-
Griegoτηλεχειριστήριο
21.
-
Griegoκαταλαμβάνω, απάγω
22.
-
Griegoδεσπόζω
23.
-
Griegoτηλεχειριστήριο
24.
-
Griegoκατοχή
25.
26.
-
Griegoδεύτερος
27.
-
Griegoελεγκτής
-
Griegoδιευθυντής
-
Griegoελεγκτής
28.
-
Griegoτρελός
29.
-
Griegoαποκρατικοποιώ
30.
-
Griegoδευτερεύων
31.
-
Griegoτιμόνι
32.
-
Griegoυπό έλεγχο
33.
-
Griegoολίσθησηγλίστρημα
-
Griegoολισθαίνω
34.
-
Griegoαιμοφιλία
35.
-
Griegoκλιματιστικό
36.
-
Griegoκατοχήνομή
37.
-
Griegoπαράλυση
38.
-
Griegoαυτοέλεγχος
English translator: Kwak'wala Greek control Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare