χώρος Español - Griego
1.
-
Griegoεξωτερικός χώρος
-
Españolal aire libre, a la intemperie, al fresco
2.
-
Griegoτόποςτοποθεσία
-
Españolsolar
-
Griegoτόπος
-
Griegoιστότοποςιστοσελίδα
-
Españolsitio
3.
-
Griegoχώρος
-
Españolespacio, lugar
4.
5.
-
Griegoτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
-
Españollugar
6.
-
Griegoδιανυσματικός χώρος
7.
-
Griegoτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
-
Españollugar
8.
-
Griegoχώρος εργασίας
-
Españollugar de trabajo
9.
-
Griegoτόποςτοποθεσία
-
Españolsolar
-
Griegoτόπος
-
Griegoιστότοποςιστοσελίδα
-
Españolsitio
10.
-
Griegoδιαθέσιμος χώρος
-
Griegoδιαθέσιμος χώρος
11.
-
GriegoΕυκλείδειος χώρος
-
Españolhiperespacio
12.
13.
-
Griegoχώρος εργασίας
English translator: Spanish Greek χώρος Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare